Λῆθ' — Λῆθαι , Λήθη forgetting fem nom/voc pl Λῆθε , Λῆθος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… … Dictionary of Greek
λαθάνεμος — και ληθάνεμος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιος («λαθάνεμος ὥρα», Σιμων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω, (πρβλ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ άνεμος, κωλυσ άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ.… … Dictionary of Greek
ληθάνω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λέ ληθ α, λήθη)) … Dictionary of Greek
πευκεδανός — ή, όν, Α πικρός, ολέθριος, καταστρεπτικός (α. «πτολέμοιο μέγα στόμα πευκεδανοϊο», Ομ. Ιλ. β. «πευκεδανὴν θάλασσαν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. παράγεται από το ουσ. πεύκη, αλλά ο ακριβής τρόπος σχηματισμού είναι αβέβαιος. Έχει διατυπωθεί, ωστόσο η… … Dictionary of Greek
АНАМНЕСИС — АНАМНЕСИС (греч. ἀνάμνησις), термин платоновской философии, обозначающий припоминание человеческой душой вечных идей, которые она созерцала до своего рождения в смертном теле. Концепция знания как припоминания развита Платоном в диалогах… … Античная философия
λήθος — λῆθος, δωρ. τ. λᾱθος, τὸ (Α) η λήθη, η λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] … Dictionary of Greek
λήθω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] … Dictionary of Greek
λασίνος — λασῑνος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἄφρων, ἐπιλήσμων». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. λαθ (πρβλ. ἔ λαθον, αόρ. β τού λανθάνω), κατά το λήσ μων < λήθ μων] … Dictionary of Greek